διάψιλος

διάψιλος
διάψιλος (-ον) (Α)
κατά τον Ησύχιο «ψηνός, φεδνός, διάψιλος»
2. (για αγρό) εντελώς ακαλλιέργητος, χέρσος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διάψιλος — uncultivated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”